- φλακουρτία
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, τυπικό τής οικογένειας φλακουρτιίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. flacourtia, από το όν. τού Γάλλου ιδρυτή αποικιών Etienne de Flacourt].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλακουρτιίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης βιολώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. flacourtiaceae. Βλ. και λ. φλακουρτία] … Dictionary of Greek